χαρχαλεύω

χαρχαλεύω
Ν
ψαχουλεύω, ψάχνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλ-χάλι (με αναδίπλωση) < *χαλ-χαλεύω < χαρχαλεύω (με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-), ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρχαλεύω — ψάχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”